επιφάτνιος

επιφάτνιος
-ο (AM ἐπιφάτνιος, -ον)
νεοελλ.
επιφατνίδιος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφάτνιος
ὁ ἑωσφόρος ἀστήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάτνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”